ἀριστεροστάτης

From LSJ
Revision as of 14:19, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστεροστάτης Medium diacritics: ἀριστεροστάτης Low diacritics: αριστεροστάτης Capitals: ΑΡΙΣΤΕΡΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: aristerostátēs Transliteration B: aristerostatēs Transliteration C: aristerostatis Beta Code: a)risterosta/ths

English (LSJ)

[ᾰρ] [τᾰ], ου, ὁ,

   A standing on the left, esp. in the Trag. chorus, Cratin.215, Aristid.2.161 J.

German (Pape)

[Seite 352] ὁ, zur Linken stehend, Anführer des linken Halbchors, Aristid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστεροστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ πρὸς ἀριστερὰ ἱστάμενος, «ἀριστεροστάτης ἐν τῷ κωμικῷ καλεῖται χορῷ, ὁ δὲ τῷ τραγικῷ μέσος ἀριστεροῦ, Κρατῖνος Σεριφίοις» Α. Β. 444, 16, Ἀριστείδ. 2. 161.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-, -ᾰ-]
persona que está en la parte izquierda del coro, Cratin.229, Aristid.Or.3.154.

Greek Monolingual

ο (Α ἀριστεροστάτης)
νεοελλ.
ναυτ. αυτός που στέκεται στην αριστερή μεριά του πυροβόλου
αρχ.
(ειδικά στον χορό του αρχαίου δράματος) αυτός που στέκεται προς τα αριστερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστερός + -στάτης < ίστημι «στήνω, στέκω, μένω σταθερός»].