σκιαρόκομος

From LSJ
Revision as of 14:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾰρόκομος Medium diacritics: σκιαρόκομος Low diacritics: σκιαρόκομος Capitals: ΣΚΙΑΡΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: skiarókomos Transliteration B: skiarokomos Transliteration C: skiarokomos Beta Code: skiaro/komos

English (LSJ)

ον,

   A with shading leaves, ὕλη E.Ba.875 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 898] mit Haaren, Blättern beschattend od. beschattet, ὕλη Eur. Bacch. 874.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾰρόκομος: -ον, ὁ ἔχων φύλλα σκιάζοντα, «φουντωτός», ὕλη Εὐρ. Βάκχ. 876, ἴδε Elmsl.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au feuillage ombreux.
Étymologie: σκιαρός, κόμη.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει πυκνά φύλλα τα οποία παρέχουν βαθιά σκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιαρός + -κομος (< κόμη), πρβλ. χρυσό-κομος].

Greek Monotonic

σκῐᾰρόκομος: -ον (κόμη), αυτός που έχει σκιερό, πυκνό φύλλωμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σκιᾰρόκομος: густолиственный, тенистый (ὕλη Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιαρόκομος -ον [σκιαρός, κόμη] met lokken die schaduw geven (d.w.z. met schaduwrijk bladerdak).

Middle Liddell

σκιᾰρό-κομος, ον, κόμη
with shading leaves, Eur.