συσσείω

From LSJ
Revision as of 14:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσείω Medium diacritics: συσσείω Low diacritics: συσσείω Capitals: ΣΥΣΣΕΙΩ
Transliteration A: sysseíō Transliteration B: sysseiō Transliteration C: sysseio Beta Code: sussei/w

English (LSJ)

   A shake together, τὰ τείχη Polyaen.6.3; τῷ πτερῷ τοῦ κρατῆρος τὴν βάσιν Gp.11.17.4:—Pass., Arist.Pr.966b12, Him.Or.2.23.    2 make to tremble, LXX Ps.28(29).8.    3 metaph. of intoxication, συνέσεισέ μ' ἐκποθεῖσα φιάλη Xenarch.2.2.

Greek (Liddell-Scott)

συσσείω: σείω ὁμοῦ, τὰ τείχη Πολύαιν. 6. 3. - Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 37. 6. 2) κάμνω τινὰ νὰ τρέμῃ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΚΗ΄, 7, κ. ἀλλ.). 3) μεταφορ., ἐπὶ μέθης, συνέσεισέ μ’ ἐκποθεῖσα φιάλη Ξέναρχ. ἐν «Διδύμοις» 1.

Spanish

conmover, agitar al mismo tiempo

Greek Monolingual

ΜA
σείω μαζί («τὰ τείχη συνέσειον», Πολύαιν.)
μσν.
ενοχλώ, ταράζω
αρχ.
1. κάνω κάποιον να τρέμει
2. μτφ. (για μέθη) συγκλονίζω, συνταράζω
3. περιστρέφω, στριφογυρίζω.

Russian (Dvoretsky)

συσσείω: сотрясать: συσσείεσθαι κάτω Arst. стряхиваться вниз.