Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετραθέλυμνος

From LSJ
Revision as of 14:46, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰθέλυμνος Medium diacritics: τετραθέλυμνος Low diacritics: τετραθέλυμνος Capitals: ΤΕΤΡΑΘΕΛΥΜΝΟΣ
Transliteration A: tetrathélymnos Transliteration B: tetrathelymnos Transliteration C: tetrathelymnos Beta Code: tetraqe/lumnos

English (LSJ)

ον, (θέλυμνον)

   A of four layers, σάκος τ. a shield of four ox-hides, Il.15.479 = Od.22.122.

German (Pape)

[Seite 1097] von vier Lagen; σάκος, ein Schild von vier über einander liegenden Rindshäuten, Il. 15, 479 Od. 22, 122.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰθέλυμνος: -ον, (θέλυμνον) τετράπτυχος, τ. σάκος «τετραθέλυμνον· τετράπτυχον, ἐκ τεσσάρων πτυχῶν τεθειμένον, ὅ ἐστιν ἐπιθήματα ἔχον τέσσαρα ἐπάλληλα, ἐκ τεσσάρων δερμάτων συνεστὼς» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Ο. 479, Ὀδ. Χ. 122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre fondements en parl. d’un bouclier, càd revêtu de quatre peaux.
Étymologie: τέσσαρες, θέλυμνον.

English (Autenrieth)

(θέλυμνον): of four layers (of hide), Il. 15.479 and Od. 22.122.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις πτυχές, τετράπτυχοςσάκος τετραθέλυμνον» — ασπίδα από τέσσερα δέρματα βοδιού τα οποία βρίσκονται το ένα πάνω στο άλλο, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.λ. θέλυμνον].

Greek Monotonic

τετρᾰθέλυμνος: -ον (θέλυμνον), τετράπτυχος, τετραθέλυμνον σάκος, ασπίδα αποτελούμενη από τέσσερις δερμάτινες στρώσεις, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰθέλυμνος: четырехслойный, т. е. сшитый из четырех кож (σάκος Hom.).

Middle Liddell

τετρᾰ-θέλυμνος, ον, θέλυμνον
of four layers, τ. σάκος a shield of four ox-hides, Hom.