ἀλογεύομαι

From LSJ
Revision as of 14:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλογεύομαι Medium diacritics: ἀλογεύομαι Low diacritics: αλογεύομαι Capitals: ΑΛΟΓΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: alogeúomai Transliteration B: alogeuomai Transliteration C: alogeyomai Beta Code: a)logeu/omai

English (LSJ)

   A speak casually, Cic.Att.6.4.3.

German (Pape)

[Seite 108] unverständig sein, Cic. Att. 6, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλογεύομαι: ἀποθ., = προσποιοῦμαι τὸν μωρόν, ἢ εἶμαι μωρός, ἄλογος, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4, 3˙ ἀλλ. ἀλλογνοούμενα.

Spanish (DGE)

1 hablar sin pensar, sin darse cuenta ἐξ ὧν ἀλογευόμενος παρεφθέγγετο de lo que profirió sin darse cuenta Cic.Att.118.3.
2 tener relaciones carnales con animales, CAnt.(314) Can.16, 17.

Greek Monolingual

ἀλογεύομαι) ἄλογος
1. είμαι παράλογος, μιλώ παράλογα
2. προσποιούμαι τον παράλογο
3. (Εκκλ.) ἄλογον λέγεται για την παρά φύση ασέλγεια και την κτηνοβασία.

Russian (Dvoretsky)

ἀλογεύομαι: говорить вздор: ἃ ἀλογευόμενος παρεφθέγγετο Cic. вздор, который он нагородил.