ἀκτινοφόρος
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
ον,
A bearing rays, Gloss.:—as Subst., rayed shellfish, Xenocr.85.
German (Pape)
[Seite 86] ὁ, eigtl. Strahlen bringend, eine Art Löffel, Xenocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκτῑνοφόρος: -ον, φέρων ἀκτῖνας: - ὡς οὐσιαστ., εἶδος ὀστρακοδέρμου (κοχλίου) ἀκτινωτοῦ, ὅπερ καὶ πενταδάκτυλος καὶ ἕλιξ ὀνομάζεται, Λατ. pecten, Ξενοκρ. Ἐνυδρ. σ. 11. ἔκδ. Κοραῆ, οὗ εἶδε καὶ τάς σημ. σ. 135.
Spanish (DGE)
-ον
1 que tiene rayos, Gloss.2.168.
2 subst., ict. cierto molusco tal vez Murex tenuispinus o Aporhais pespelecani (L.) Xenocr.23, Plin.HN 32.147.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀκτινοφόρος)
αυτός που έχει ακτίνες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἀκτινοφόρος
είδος κοχυλιού ακτινωτού (αλλιώς έλικας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίς -ίνος + -φορος < φέρω.