ἀκροπόλος

From LSJ
Revision as of 14:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροπόλος Medium diacritics: ἀκροπόλος Low diacritics: ακροπόλος Capitals: ΑΚΡΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: akropólos Transliteration B: akropolos Transliteration C: akropolos Beta Code: a)kropo/los

English (LSJ)

ον, (πολέω)

   A high-ranging, lofly, ἐπ' ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν Il.5.523, cf. Od.19.205.    II Subst., ἀκροπόλοι, οἱ, arctic and antarctic circles, Olymp.in Mete. 183.30.

German (Pape)

[Seite 84] in der Höhe seiend, hoch; vgl. οἰοπόλος; Hom. zweimal, ἐπ' (ἐν) ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν Iliad. 5, 523 Od. 19, 205, im Hochgebirge.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροπόλος: -ον, (πολέω) ὁ εἰς ὕψος αἰρόμενος, ὑψηλός, ἐν ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν, Ἰλ. Ε. 523, Ὀδ. Τ. 205˙ «τὸ ἐν ἀκροπ. ὄρ. ταὐτόν ἐστι τῷ κορυφαῖς ὀρῶν», Εὐστ. ἐν Ὀθ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
élevé en parl. de montagnes.
Étymologie: ἄκρος, πέλω.

English (Autenrieth)

(πέλομαι), only dat. pl.: lofty.

Spanish (DGE)

-ον
1 elevado ἐπ' ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν Il.5.523, Od.19.205, h.Ven.54.
2 subst. οἱ ἀ. los círculos polares Artico y Antártico, Olymp.in Mete.183.30.

Greek Monolingual

ἀκροπόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στα ύψη, ο ψηλός
2. ως ουσ. οἱ ἀκροπόλοι
οι αρκτικοί και ανταρκτικοί κύκλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πόλος < πολῶ (-έω) «περιφέρομαι, περιπλανώμαι, συχνάζω, διαμένω, κατοικώ»].

Greek Monotonic

ἀκροπόλος: -ον (πολέω), αυτός που σηκώνεται ψηλά, ψηλός, αγέρωχος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροπόλος: высоко вздымающийся, высокий (ὄρεα Hom.).

Middle Liddell

πολέω
high-ranging, lofty, Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκροπόλος -ον ἄκρος, πέλομαι die zich hoog verheft, hoog.