ἀντιμηχανάομαι
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
A contrive against or in opposition, ἄλλα ἀ. Hdt.8.52, cf. E Ba.291; σβεστήρια κωλύματα Th.7.53: abs., Arist.HA613b27; πρός τι X.HG5.3.16.
German (Pape)
[Seite 255] Gegenanstalten treffen, Gegenlist anwenden, Her. 8. 52; πρός τι Eur. Bacch. 291; Thuc. 7, 53; Xen. Hell. 5, 3, 16; Pol.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμηχᾰνάομαι: ἀποθ., μηχανῶμαι καὶ ἐγὼ ἐξ ἄλλου, ἄλλα τε ἀντεμηχανέοντο καὶ δὴ καί, κτλ. Ἡροδ. 8. 52· ἀντεμηχανήσαντο σβεστήρια κωλύματα Θουκ. 7. 53· ἀπολ., Εὐρ. Βάκχ. 291, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 8, 5· ὁ μέντοι Ἀγησίλαος πρὸς τοῦτο ἀντεμηχανήσατο Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 16.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
1 machiner contre;
2 imaginer en guise de défense.
Étymologie: ἀντί, μηχανάομαι.
Spanish (DGE)
(ἀντιμηχᾰνάομαι)
maquinar a su vez c. ac. int. ἄλλα Hdt.8.52, οἷα E.Ba.291, μηχανὰς ... ἀντιμηχανήσασθαι Plu.2.256c
•c. πρός y ac. maquinar a su vez contra, discurrir contra, frente X.HG 5.3.16, Plb.16.30.2, 21.27.4, D.S.17.55, Sch.A.Pr.110H.
•abs. Arist.HA 613b27.
Greek Monotonic
ἀντιμηχᾰνάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., εφευρίσκω, επινοώ ενάντια σε ή αντίθετα προς, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιμηχᾰνάομαι:
1) противопоставлять свои мероприятия, принимать контрмеры, пускаться со своей стороны на хитрость (Her., Eur.; πρός τι Xen.);
2) в свою очередь придумывать (τι Thuc.).
Middle Liddell
to contrive against or in opposition, Hdt., Thuc.