ἐξάγγελτος
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
ον,
A told of, τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι Th.8.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάγγελτος: -ον, ἔκδηλος, τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι Θουκ. 8. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
annoncé, publié.
Étymologie: ἐξαγγέλλω.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. descubierto ὅσοις τε ἐπιτύχοιεν ξυνελάμβανον τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι apresaban a los que encontraban, para no ser descubiertos Th.8.14, cf. I.AI 18.318.
2 de cosas comunicado, notificado, revelado τάδε ... ἐξάγγελτα βασιλεῖ ἦν I.AI 17.44.
Greek Monolingual
ἐξάγγελτος, -ον (Α)
αυτός που εξαγγέλθηκε, κοινολογήθηκε, προδομένος, έκδηλος («τοῡ μὴ ἐξάγγελτον γενέσθαι», Θουκ.).
Greek Monotonic
ἐξάγγελτος: -ον, ανακοινωμένος, αυτός που έχει αποκαλυφθεί, φανερός, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξάγγελτος: сообщенный: ἐ. γενέσθαι Thuc. быть узнанным.
Middle Liddell
ἐξάγγελτος, ον [from ἐξάγγελος adj
told of, denounced, Thuc.