ἄχορδος
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
ον,
A without strings, μέλος Poet. ap. Arist.Rh.1408a6: φόρμιγξ ἄ., metaph. of a bow, Thgn.Trag.1 (= Lyr.Adesp.127).
German (Pape)
[Seite 419] (χορδή), ohne Saiten, oder Saiteninstrumente, μέλος Arist. rhet. 3, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχορδος: -ον, ἄνευ χορδῶν, ἄμουσος, μὴ ἁρμονικός, Ποιητ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 6, 7, πρβλ. 3. 11, 11
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans cordes, càd sans lyre, sans musique ; triste.
Étymologie: ἀ, χορδή.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene cuerdas fig. sin música φόρμιγξ ἄ. lira sin música ref. al arco, Thgn.Trag.1 (= Lyr.Adesp.33), στυγνὸν ἀχόρδου μέλος ἁρμονίας del estrépito de la guerra Lyr.Alex.Adesp.11.28, cf. Arist.Rh.1408a6.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄχορδος, -ον) χορδή
νεοελλ.
ο χωρίς χορδές
αρχ.
1. άμουσος, μη αρμονικός
2. φρ. «φόρμιγξ ἄχορδος» — το τόξο (φόρμιγγα χωρίς χορδές).
Russian (Dvoretsky)
ἄχορδος:
1) бесструнный (φόρμιγξ Theogn. ap. Arst.);
2) не сопровождаемый игрой на струнах (μέλος ap. Arst.).