ἐπικαθαίρω

From LSJ
Revision as of 15:13, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικᾰθαίρω Medium diacritics: ἐπικαθαίρω Low diacritics: επικαθαίρω Capitals: ΕΠΙΚΑΘΑΙΡΩ
Transliteration A: epikathaírō Transliteration B: epikathairō Transliteration C: epikathairo Beta Code: e)pikaqai/rw

English (LSJ)

   A purge yet more, Hp.Judic.11, Ruf. ap. Orib.7.26.169 (Pass.); of supplemenlary menstruation, Sor.1.28 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 944] abwischen, reinigen, Hippocr.

Greek Monolingual

ἐπικαθαιρῶ, -έω (Α)
καταρρίπτω, γκρεμίζω, καταστρέφω επί πλέον ή μετά από άλλους («ἐπικαθελών τὸ ἐν Τέῳ τεῖχος», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ-αιρώ «κατεβάζω, σύρω κάτω»].

Greek Monolingual

ἐπικαθαίρω και ἐπικαθαρίζω (AM)
1. καθαρίζω ακόμη περισσότερο
2. μέσ. ἐπικαθαίρομαι
καθαρίζομαι επί πλέον (για συμπληρωματική έμμηνη ρύση).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθαίρω «καθαρίζω»].