ὀλιγοδάπανος

From LSJ
Revision as of 15:18, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοδάπᾰνος Medium diacritics: ὀλιγοδάπανος Low diacritics: ολιγοδάπανος Capitals: ΟΛΙΓΟΔΑΠΑΝΟΣ
Transliteration A: oligodápanos Transliteration B: oligodapanos Transliteration C: oligodapanos Beta Code: o)ligoda/panos

English (LSJ)

[δᾰ], ον,

   A consuming or spending little, Suid. s.v. εὐτελής.

German (Pape)

[Seite 320] wenig verzehrend, aufwendend, Erkl. von εὐτελής, E. M., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοδάπᾰνος: -ον, ὁ δαπανῶν ὀλίγα, Ἐτυμολ. Μεγ. ἐν λεξ. εὐτελής.

Greek Monolingual

και λιγοδάπανος, -η, -ο (Α ὀλιγοδάπανος, -ον)
αυτός που ξοδεύει λίγα, ολιγοέξοδος, φειδωλός, οικονόμος
νεοελλ.
αυτός για τον οποίο απαιτείται μικρή δαπάνη, φτηνός, οικονομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + δαπάνη, πρβλ. πολυ-δάπανος.