ὑπεραιωρέω

From LSJ
Revision as of 15:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεραιωρέω Medium diacritics: ὑπεραιωρέω Low diacritics: υπεραιωρέω Capitals: ΥΠΕΡΑΙΩΡΕΩ
Transliteration A: hyperaiōréō Transliteration B: hyperaiōreō Transliteration C: yperaioreo Beta Code: u(peraiwre/w

English (LSJ)

   A suspend or support above, κατακεκλιμένος ὑπὸ δένδρων παντοίας ὑπεραιωρούντων χάριτας Lib.Or.1.53:—Pass., Hdt.4.103.    2 hold up, raise, τὴν κεφαλήν Aret.CD1.3:—Pass., of the overlapping end of a dislocated bone, ὑπεραιωρεῖσθαι τὴν κεφαλὴν τοῦ μηροῦ ὑπὲρ τῆς κοτύλης to be lifted or drawn over, Hp.Art.70; ὑ. ὑπὲρ τῆς ἀρχαίης ἕδρης ib.71, Fract.14, cf. 41: abs., Id.Art.22: Littré (following Apollon. Cit.) gives the Act. in same sense, Art.73; and so in the Subst. ὑπεραιμ-αιώρησις, εως, ἡ, αἱ ἐξ ὑ. [ἐμβολαί] ib.25, Mochl.15.    3 in nautical language, ὑπεραιωρηθῆναι c. gen. loci, lie off a place, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου Hdt.6.116.

German (Pape)

[Seite 1190] darüber in die Höhe heben, aufhängen u. schweben lassen, u. pass. darüberhangen, hervorragen über Etwas, τινός, Her. 4, 103 u. Sp., wie Luc. D. Mar. 14, 3. – In der Sprache der Seefahrer ist ὑπεραιωρηθῆναί τινος = auf die Höhe eines Ortes kommen, einem Orte gegenüber erscheinen, Her. 6, 116.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραιωρέω: κρατῶ τι ὑψηλά, ὑπεράνω, κρεμῶ τι ὑπεράνω· - Παθ., κρέμαμαι ἢ αἰωροῦμαι ὑπεράνω, ἐκτείνομαι ὑπεράνω, τινος Ἡρόδ. 5. 103, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795 ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 777. 2) ἐν ναυτικῇ γλώσσῃ, ὑπεραιωρηθῆναι, μετὰ γεν. τόπου, ἀράζω, ἐπ’ ὀλίγον εἰς τὰ ἀνοικτὰ τῆς θαλάσσης τόπου τινὸς ἢ λιμένος, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου, μείναντες ὀλίγον καιρὸν μὲ τὰ πλοῖα, σαλεύοντες ἔξω εἰς τὰ ἀνοικτὰ τοῦ Φαλήρου, Ἡρόδ. 6. 116. 3) ἐγείρω, κρατῶ ὑψηλά, τὴν κεφαλὴν Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3· - Παθ., ἐπὶ ὀστοῦ οὗ αἱ ἄκραι ὑπεραιωροῦνται ἐπὶ ἄλλου ὀστοῦ, ὑπεραιωρεῖται ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ ὑπὲρ τῆς κοτύλης, ὑψοῦται ὑπεράνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· ὑπ. ὑπὲρ ἀρχαίης ἕδρης ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 761· ὁ Littré ἀποδίδει καὶ εἰς τὸ ἐνεργ. τὴν αὐτὴν σημασίαν, π. Ἄρθρ. 834 (4. 302) οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ οὐσιαστ. ὑπεραιώρησις, εως, ἡ, αἱ ἐξ ὑπ. ἐμβολαὶ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795, πρβλ. 851Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
élever ou tenir en suspens au-dessus;
Pass. 1 s’élever au-dessus de, gén. ; faire saillie en parl. d’un os déboité;
2 t. de mar. parvenir à hauteur de, gén..
Étymologie: ὑπέρ, αἰωρέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεραιωρέω:
1) высоко поднимать, подвешивать: ὑπεραιωρέεσθαι τῆς οἰκίης Her. подниматься высоко над домом; ὑπεραιωρηθείς Luc. поднявшись на воздух; ἡ προνομαία ὑπεραιωρουμένη Luc. высоко поднятый хобот (слона);
2) med. доплывать, прибывать (на кораблях): τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθῆναι Φαλήρου Her. доплыть на кораблях до Фалера.