ὑπαΐσσω
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
Att. ὑπᾴσσω,
A dart beneath, c. acc., μέλαιναν φρῖχ' ὑπαΐξει (where ᾰ, v. l. ὑπαλύξει) Il.21.126. II dart from under, c. gen., βωμοῦ ὑπαΐξας 2.310. III abs., ὑπᾴξας διὰ θυρῶν S.Aj.301 (v.l. ἀπ-).
German (Pape)
[Seite 1180] 1) darunter fahren, sich schnell darunter begeben, τί, ὑπαΐξει φρῖκα Il. 21, 126. – 2) darunter herausfahren, schnell darunter hervorkommen, βωμοῦ Il. 2, 310. – [Α ist Il. 21, 126, wie bei den Tragg. in der Regel kurz.]
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾱΐσσω: Ἀττ. -ᾴσσω, ὁρμῶ ὑποκάτω τινός, μετ’ αἰτ., θρώσκων τις κατὰ κῦμα μέλαιναν φρῖχ’ ὑπαΐξει ἰχθὺς (ἔνθα τὸ ᾰ, ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. ὑπαλύξει) Ἰλ. Φ. 126· οὕτως, ὑπὸ φρικὸς ἀναπάλλεται Ψ. 692. ΙΙ. ὁρμῶ κάτωθέν τινος, μετὰ γεν., βωμοῦ ὑπαΐξας Β. 310. ΙΙΙ. ἀπολ., ὑπᾴξας διὰ θυρῶν Σοφ. Αἴ. 301.
French (Bailly abrégé)
1 s’élancer sous, acc.;
2 s’élancer de l’autel, gén..
Étymologie: ὑπό, ἀΐσσω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ὑπᾴσσω Α
1. κινούμαι ταχέως κάτω από κάτι («θρώσκων τις κατὰ κῡμα μέλαιναν φρῑχ' ὑπαΐξει ἰχθύς», Ομ. Ιλ.)
2. εξέρχομαι από κάτω («βωμοῡ ὑπαΐξας», Ομ. Ιλ.)
3. ορμώ έξω («ὑπᾴξας διὰ θυρῶν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀΐσσω «κινούμαι ορμητικά»].
Greek Monotonic
ὑπᾱΐσσω: Αττ. -ᾴσσω, μέλ. -ξω,
I. ορμώ κάτω από, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.
II. ορμώ από κάτω, με γεν., στο ίδ.· επίσης, ὑπᾴξας διὰ θυρῶν, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπᾱΐσσω: атт. * ὑπᾴσσω выскакивать, выпрыгивать: ὑ. τινός Hom. вылезать из-под чего-л.; ὑπᾰΐξει (ᾰ!) φρῖκα Hom. (рыба) всплывет на поверхность.