ἀντιπαραβολή

From LSJ
Revision as of 15:28, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπαραβολή Medium diacritics: ἀντιπαραβολή Low diacritics: αντιπαραβολή Capitals: ΑΝΤΙΠΑΡΑΒΟΛΗ
Transliteration A: antiparabolḗ Transliteration B: antiparabolē Transliteration C: antiparavoli Beta Code: a)ntiparabolh/

English (LSJ)

ἡ,

   A reply by comparison or contrast, Arist.Rh.1414b10, 1419b34, Plu.2.40f, Longin.Fr.11, Ruf. ap. Orib.49.30.9.

German (Pape)

[Seite 257] ἡ, Vergleichung, Arist. rhet. 3, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαραβολή: ἡ, ἐκ τοῦ πλησίον σύγκρισιςἀντιπαράθεσις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 3., 3. 19, 5, Πλούταρχ., Ἀθήν., Λογγῖν.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
rapprochement, comparaison.
Étymologie: ἀντιπαραβάλλω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
ret. comparación, contraste Arist.Rh.1414b10, Thphr.Lex.p.141, Plu.2.40f, τοῦ ἐναντίου Arist.Rh.1419b34, πρὸς τὸν ἕτερον ἀγκῶνα Ruf. en Orib.49.31.9.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἀντιπαραβολή)
αντιπαράθεση, σύγκριση.

Greek Monotonic

ἀντιπαραβολή: ἡ, πιστή, πιστή σύγκριση ή αντιπαραβολή, σε Αριστ.

Middle Liddell

[from ἀντιπαραβάλλω
close comparison or contrast, Arist.