ἀντεικάζω

From LSJ
Revision as of 15:28, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεικάζω Medium diacritics: ἀντεικάζω Low diacritics: αντεικάζω Capitals: ΑΝΤΕΙΚΑΖΩ
Transliteration A: anteikázō Transliteration B: anteikazō Transliteration C: anteikazo Beta Code: a)nteika/zw

English (LSJ)

fut.

   A -άσομαι Pl.Men.8cc: aor. -ῄκασα Ar.V.1311, subj. -εικάσω Pl. l.c.:—compare in return, τινάτινι Ar. l.c.: c. acc., Pl. l.c.:—hence ἀντεικ-ασία, ἡ, Sch. Ven.Il.8.560.

German (Pape)

[Seite 245] dagegen vergleichen, ἀντεικάσομαι Plat. Men. 80 c; ἀντῄκασ' αὐτόν τινι Ar. Vesp. 1311.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεικάζω: μέλλ. -άσομαι Πλάτ. Μένων 80C: ἀόρ. -ῄκασα Ἀριστοφ. Σφ. 1311, ὑποτακτ. -εικάσω Πλάτ. αὐτόθι: - παρομοιάζω τι καὶ ἐγὼ πρὸς ἄλλο, λέγω ὅτι εἶναι ὅμοιον μὲ..., ὁ δὲ ἀνακραγὼν ἀντῄκασ’ αὐτὸν πάρνοπι Ἀριστοφ. ἔνθ. ἀνωτ.: ἀπολ., Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - Ἐντεῦθεν -κασία, ἡ, Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Θ. 560.

French (Bailly abrégé)

f. ἀντεικάσομαι, ao. ἀντῄκασα;
comparer les faits : τινά τινι confronter qqn avec un autre pour juger de la ressemblance.
Étymologie: ἀντί, εἰκάζω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. -άσομαι Pl.Men.80c; aor. -ῄκασα Ar.V.1311; subj. -εικάσω Pl.Men.80c]
comparar a su vez αὐτὸν πάρνοπι Ar.l.c., ἵνα σε ἀντεικάσω para que yo te compare a mi vez Pl.l.c.

Greek Monolingual

ἀντεικάζω (Α)
παρομοιάζω κι εγώ κάτι με κάτι άλλο.

Greek Monotonic

ἀντεικάζω: μέλ. -άσομαι, αόρ. αʹ -ῄκασα· συγκρίνω, παρομοιάζω, τινά τινι, σε Αριστοφ.· απόλ., σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεικάζω: (fut. ἀντεικάσομαι) со своей стороны сравнивать, уподоблять (τινά τινι Arph. и τινά Plat.).

Middle Liddell


to compare in return, τινά τινι Ar.; absol., Plat.