ἐρεβώδης
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ες,
A dark as Erebos, θάλασσα Lyr.Adesp.132 (=Trag.Adesp.377), cf. Apollod.1.1.2, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10.
German (Pape)
[Seite 1023] ες, erebusartig, dunkel, θάλασσα, p. bei Plut. superst. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρεβώδης: -ες, σκοτεινὸς ὡς τὸ Ἔρεβος, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 169C, 475F.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
ténébreux ou sombre comme l’Érèbe.
Étymologie: ἔρεβος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ώδες (Α ἐρεβῶδης, -ῶδες) έρεβος
αυτός που είναι σκοτεινός όπως το έρεβος, ο κατασκότεινος
νεοελλ.
μτφ. ο σκοτεινός στην ψυχή, ο γεμάτος κακίες, ο μοχθηρός.
Russian (Dvoretsky)
ἐρεβώδης: мрачный как Эреб (θάλασσα Plut.).