ἑφθημιμερής

From LSJ
Revision as of 15:39, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑφθημῐμερής Medium diacritics: ἑφθημιμερής Low diacritics: εφθημιμερής Capitals: ΕΦΘΗΜΙΜΕΡΗΣ
Transliteration A: hephthēmimerḗs Transliteration B: hephthēmimerēs Transliteration C: efthimimeris Beta Code: e(fqhmimerh/s

English (LSJ)

ές,

   A containing seven halves, i.e. 3 1/2: esp. in metre, -μερές, τό, a measure of three feet and a half, such as the first 3 1/2 feet of a Hexameter or Iambic Trimeter, Heph.7.3, Sch.Ar.Pl.302 (pl.), etc.; ἑ. τομή a caesura after such a phrase, Aristid. Quint.1.25.

German (Pape)

[Seite 1118] ές, von sieben Halben, in der Metrik, μέτρα, die 31/2 Fuß enthalten, Schol. Ar. Plut. 302 Av. 1313; caesura, die Cäsur im vierten Fuße des Hexameters, auch des jambischen Trimeters.

Greek (Liddell-Scott)

ἑφθημῐμερής: περιέχων ἑπτὰ ἡμίση, δηλ. 3½· ἰδίως ἐν τῇ μετρικῇ, περιέχων τρεῖς πόδας καὶ ἥμισυν, τὸ πρῶτον τοῦτο τμῆμα ἑξαμέτρου ἢ ἰαμβικοῦ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 302, κτλ.· πρβλ. πενθημιμερής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui contient 7 demi-mesures, càd trois pieds et demi;
2 placé à la 7ᵉ demi-mesure, càd au commencement du 4ᵉ pied en parl. de la césure hephthémimère.
Étymologie: ἑπτά, ἡμι-, μέρος.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἑφθημιμερής, -ές)
1. αυτός που περιέχει επτά ημίση (3 + 1/2)
2. (στη μετρική) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφθημιμερὲς (ενν. μέτρο)
το μέτρο που περιέχει 3 1/2 πόδες, όπως είναι το αποτελούμενο από τους πρώτους 3 1/2 πόδες του δακτυλικού εξαμέτρου, του τροχαϊκού ή του ιαμβικού τριμέτρου
3. φρ. «εφθημιμερής τομή» — η τομή που γίνεται μετά την πρώτη συλλαβή του τετάρτου ποδός στους στίχους του δακτυλικού εξαμέτρου και του ιαμβικού ή τροχαϊκού τριμέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + ἡμι-μερής].

Greek Monotonic

ἑφθημῐμερής: αυτός που περιλαμβάνει εφτά μισά μέρη, δηλ. 3 1/2, λέγεται για τους πρώτους 3 1/2 μετρικούς πόδες του εξαμέτρου ή του ιαμβικού τριμέτρου.

Russian (Dvoretsky)

ἑφθημῐμερής: стих.
1) содержащий семь полустоп;
2) (о цезуре) находящийся после седьмой полустопы (гексаметра или ямбического триметра) Plut.

Middle Liddell


containing seven halves, i. e. 3 1/2, of the first 3 1/2 feet of a Hexameter or Iambic Trimeter.