ἡδυμέλεια
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
ἡ,
A sweetness of melody, Vett.Val.3.20 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1153] ἡ, fem. zum Folgdn, σύριγξ Nonn. 29, 287.
Greek Monolingual
ἡδυμέλεια, ἡ (AM) ηδυμελής
1. ως ουσ. η γλυκύτητα της μελωδίας, η αρμονία
2. ως επίθ. ποιητ. τ. του θηλ. του επιθ. ηδυμελής(«ἡδυμέλεια σύριγξ» — γλυκόλαλος αυλός, Νόνν.).