ὁρμιηβόλος

From LSJ
Revision as of 15:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρμῐηβόλος Medium diacritics: ὁρμιηβόλος Low diacritics: ορμιηβόλος Capitals: ΟΡΜΙΗΒΟΛΟΣ
Transliteration A: hormiēbólos Transliteration B: hormiēbolos Transliteration C: ormiivolos Beta Code: o(rmihbo/los

English (LSJ)

ον,

   A throwing a line, AP6.196 (Stat. Flacc.), 7.693 (Apollonid.). [ῐ possible in the former, certain in the latter.]

German (Pape)

[Seite 382] die Angelschnur werfend, der Angler; Apollnds. 26 (VII, 693); Flacc. 4 (VI, 196).

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμῑηβόλος: -ον, ὁ ῥίπτων ὁρμιάν, Ἀνθ. Π. 6. 196., 7. 693.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui jette sa ligne, pêcheur à la ligne.
Étymologie: ὁρμιά, βάλλω.

Greek Monolingual

ὁρμιηβόλος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που ρίχνει στη θάλασσα την ορμιά, δηλ. ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμιά + -βόλος (< βάλλω)].

Greek Monotonic

ὁρμῐηβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που ψαρεύει ρίχνοντας πετονιές, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὁρμῑηβόλος: ὁ Anth. = ὁρμιατόνος.

Middle Liddell

ὁρμῑη-βόλος, ον, βάλλω
throwing a line, Anth.