γραμματηφόρος

From LSJ
Revision as of 15:52, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραμμᾰτηφόρος Medium diacritics: γραμματηφόρος Low diacritics: γραμματηφόρος Capitals: ΓΡΑΜΜΑΤΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: grammatēphóros Transliteration B: grammatēphoros Transliteration C: grammatiforos Beta Code: grammathfo/ros

English (LSJ)

ὁ,

   A letter-carrier, D.H.20.4, Plu. Galb.8, al., PFlor. 39.6 (iv A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 504] VLL., = γραμματοφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτηφόρος: ὁ,ὁ φέρων γράμματα, Πλούτ., κτλ., Λοβ. Φρύν.682.

French (Bailly abrégé)

c. γραμματοφόρος.

Spanish (DGE)

v. γραμματοφόρος.

Greek Monolingual

γραμματηφόρος, ο (AM)
ο ταχυδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα (-ατος) + -φόρος < φερω. Το συνδετικό φωνήεν -η- του συνθέτου οφείλεται σε λόγους μετρικούς (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων, πρβλ. ασπιδηφόρος)].

Greek Monotonic

γραμμᾰτηφόρος: ὁ (φέρω), αυτός που κουβαλά τα γράμματα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

γραμμᾰτηφόρος: Plut. = γραμματοφόρος.

Middle Liddell

φέρω
a letter-carrier, Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραμματηφόρος -ου, ὁ γράμμα, φέρω koerier.