κύρτη

From LSJ
Revision as of 15:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύρτη Medium diacritics: κύρτη Low diacritics: κύρτη Capitals: ΚΥΡΤΗ
Transliteration A: kýrtē Transliteration B: kyrtē Transliteration C: kyrti Beta Code: ku/rth

English (LSJ)

ἡ,

   A = κύρτος, weel, lobster-pot, Hdt.1.191, D.S.3.19; used as a sieve or riddle, σχοινίδι κ. Nic.Al.625.    2 bird-cage, Archil.177.

German (Pape)

[Seite 1537] ἡ, alles aus Binsen Geflochtene, bes. Fischerreuse, Nic. Al. 546, D. Sic. 3, 19; so Her. 1, 191, wo man es auch allgemein = Käfig erklärt; vgl. Poll. 10, 160 u. κύρτος.

Greek (Liddell-Scott)

κύρτη: ἡ, ὡς τὸ κύρτος, ὁ, πλέγμα πρὸς ἄγραν ἰχθύων, εἶδος καλάθου ἁλιευτικοῦ μετὰ στενοῦ λαιμοῦ, Λατ. nassa, Ἡρόδ. 1. 191, Διόδ. 3. 19· σχοινίδι κ. Νικ. Ἀλεξιφ. 546, πρβλ. Ἀρχίλ. 167.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
nasse de pêcheur.
Étymologie: fém. de κύρτος.

Greek Monolingual

η (Α κύρτη) κύρτος
ψαροκάλαθο, αλιευτικό καλάθι με στενό λαιμό και με δολώματα, στο οποίο όταν μπουν τα ψάρια δεν μπορούν να βγουν
αρχ.
1. είδος κοσκίνου
2. κλουβί πτηνού.

Greek Monotonic

κύρτη: ἡ, καλάθι ψαρέματος, Λατ. nassa, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κύρτη: ἡ верша Her., Diod.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύρτη -ης, ἡ fuik.

Middle Liddell

κύρτη, ἡ,
1. a fishing-basket, Lat. nassa, Hdt.; κυρτός, ὁ, =κυρτευτής, Plat.
2. a bird-cage, Lat. cavea, Anth. [from κυρτός