ὀξυγώνιος
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
ον,
A acute-angled, Arist.Top.107a17, Cael.307a2, Euc.1Def.21, Onos.10.16 : neut. as Subst., acuteangled body, Epicur.Ep.2p.50U. (pl.).
German (Pape)
[Seite 352] spitzwinkelig; μάχαιρα ὀξεῖα, Arist. topic., 15, öfter; τρίγωνον, Euclid.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠγώνιος: -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν γωνίαν, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 13, π. Οὐρ. 3. 8, 6, Εὐκλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ὀξυγώνιος, -ον)
αυτός που έχει οξεία γωνία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το οξυγώνιο
μαθημ. τρίγωνο με όλες τις γωνίες του οξείες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. σώμα με οξείες γωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + γωνία (πρβλ. αμβλυ-γώνιος].
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠγώνιος: остроугольный (μάχαιρα Arst.).