ἰσοτράπεζος

From LSJ
Revision as of 16:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ον</b>" to "ᾰ], ον")

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοτράπεζος Medium diacritics: ἰσοτράπεζος Low diacritics: ισοτράπεζος Capitals: ΙΣΟΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: isotrápezos Transliteration B: isotrapezos Transliteration C: isotrapezos Beta Code: i)sotra/pezos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A equal to the table, i.e. large enough to fill it, κάκκαβος Antiph.182.2, cf. Philox.2.15.

German (Pape)

[Seite 1267] dem Tische gleich an Größe; κάραβος Antiphan. bei Ath. IV, 169 e; Philox. ib. 147 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοτράπεζος: -ον, ἴσος πρὸς τὴν τράπεζαν, δηλ. ἀρκούντως μέγας ὥστε νὰ γεμίσῃ αὐτήν, κάκκαβος Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 1, Φιλόξ. 2, 15.

Greek Monolingual

ἰσοτράπεζος, -ον (Α)
αυτός που έχει μέγεθος ίσο με το μέγεθος τραπεζιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. καλλι-τράπεζος, φιλο-τράπεζος].