λίγα

From LSJ
Revision as of 16:17, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίγᾰ Medium diacritics: λίγα Low diacritics: λίγα Capitals: ΛΙΓΑ
Transliteration A: líga Transliteration B: liga Transliteration C: liga Beta Code: li/ga

English (LSJ)

[ῐ], Adv. of λῐγύς (cf. τάχα, ὦκα, etc.),

   A in loud, clear tone, ἀμφ' αὐτῷ χυμένη λίγ' ἐκώκυε Il.19.284, cf. Od.8.527; λίγ' ἄειδεν in clear, sweet tone, 10.254, cf. Alcm.59, Thgn.939; ζεφύρου λ. κινυμένοιο A.R. 4.837.

German (Pape)

[Seite 43] adv. zu λιγύς (wie ὦκα zu ὠκύς), helltönend, laut; κωκύειν, Od. 8, 527 Il. 19, 284; ἀείδω, Od. 10, 254; sp. D., Ζεφύρου λίγα κινυμένοιο Ap. Rh. 4, 837.

Greek (Liddell-Scott)

λίγᾰ: [ῐ], Ἐπίρρ. τοῦ λιγύς, (πρβλ. σάφα, τάχα, ὦκα), λιγέως, μετὰ μεγάλης καὶ ἠχηρᾶς φωνῆς, ἀμφ’ αὐτῷ χυμένη λίγα κώκυε, «ἐθρήνει ὀξέως» (Σχολ.), Ἰλ. Τ. 284, πρβλ. Ὀδ. Θ. 527· λίγ’ ἄειδεν, μὲ φωνὴν καθαράν, ἠχηρὰν καὶ γλυκεῖαν, Κ. 254, πρβλ. Ἀλκμᾶνα 59· ζεφύρου λ. κινυμένοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 837., Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. λιγέως.

English (Autenrieth)

(λιγύς): adv., clear, loudly, ἀείδειν, κωκύειν.

Greek Monolingual

λίγα (Α)
επίρρ. βλ. λιγύς.

Greek Monotonic

λίγᾰ: [ῐ], επίρρ. του λιγύς, με δυνατή και καθαρή φωνή, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

λίγᾰ: (ῐ) adv. Hom. = λιγέως.

Middle Liddell

[adverb of λιγύς
in loud clear tone, Hom.