ἀπαιθριάζω
English (LSJ)
A expose to the air, air, Hp.Morb.3.17:—Pass., Herod. Med. ap. Orib.5.30.33. 2 ἀ. τὰς νεφέλας clear away the clouds, Ar. Av.1502. 3 intr., clear up, grow fine, of weather, Lib.Or.11.215: metaph., M.Ant.2.4.
German (Pape)
[Seite 275] 1) der freien Luft aussetzen, abkühlen, Hippocr. – 2) aufklären, νεφέλας, die Wolken zertheilen, Ar. Av. 1502, Ggstz συννεφέω; übertr., M. Antonin. 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαιθριάζω: ἐκθέτω εἰς τὸν ἀέρα, ἀδιάνδου δραχμίδα ἐμβαλὼν ἀπαιθριάσας δίδου Ἱππ. 497. 15. 2) ἀπ. τὰς νεφέλας ἀπομακρύνω, ἀποδιώκω τὰ νέφη, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1502. 3) ἀμετάβ. ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως «ἀνοίγω» γίνομαι αἴθριος, ἀνέφελος, ὥστε ὁπότε ἀπαιθριάσειεν, ὥσπερ ἐκ μακροῦ πλοῦ σεσωσμένοι περιβάλλονται ἀλλήλοις Λιβάν. Ι. 343: - μεταφ. Μ. Ἀντων. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
1 tr. rendre serein;
2 intr. être limpide.
Étymologie: ἀπό, αἴθριος.
Spanish (DGE)
1 airear, exponer al sereno un medicamento, Hp.Morb.3.17, agua, Herod.Med. en Orib.5.30.33.
2 despejar τὰς νεφέλας Ar.Au.1502
•abs. del tiempo aclarar Lib.Or.11.215
•fig. en aor. tem. serenarse M.Ant.2.4.
Greek Monolingual
ἀπαιθριάζω (Α)
1. εκθέτω στον αέρα, αερίζω
2. φρ. (για τον Δία) «ἀπαιθριάζει τὰς νεφέλας» — απομακρύνει, διώχνει τα σύννεφα
3. (αμτβ. -απρόσ.) γίνεται αιθρία, ξαστεριάζει.
Greek Monotonic
ἀπαιθριάζω: μέλ. -σω (αἰθρία), απομακρύνω τα σύννεφα από τον ουρανό, καθαρίζω τον ουρανό από τα σύννεφα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαιθριάζω: прояснять: ἀ. τὰς νεφέλας Arph. рассеивать тучи.