ταλαπενθής

From LSJ
Revision as of 16:24, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰπενθής Medium diacritics: ταλαπενθής Low diacritics: ταλαπενθής Capitals: ΤΑΛΑΠΕΝΘΗΣ
Transliteration A: talapenthḗs Transliteration B: talapenthēs Transliteration C: talapenthis Beta Code: talapenqh/s

English (LSJ)

ές,

   A bearing great griefs, patient in woe, θυμός Od. 5.222; of persons, φωτός B.5.157.    2 of things, toilsome, ὑσμῖναι Panyas.12.5; woeful, ἀγγελία B.15.26.

German (Pape)

[Seite 1065] ές, Trauer, Leiden duldend, duldsam, ἐν στήθεσσιν ἔχων ταλαπενθέα θυμόν, Od. 5, 222. – Bei Panyasis 1, 5 ὑσμῖναι.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰπενθής: -ές, (*τλάω) ὁ πολλὰς θλίψεις ὑποφέρων, ὑπομενητικὸς ἐν δυστυχίᾳ, θυμὸς Ὀδ. Ε. 222. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κοπώδης, πλήρης μόχθων, ὑσμῖναι Πανύασ. 1. 5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui supporte une affliction, qui est dans le deuil.
Étymologie: τλάω, πένθος.

English (Autenrieth)

ές (πένθος): bearing sorrow, patient in suffering, Od. 5.222†.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που υφίσταται υπομονετικά τις ταλαιπωρίες, καρτερικός
2. κοπιώδης, κοπιαστικός
3. θλιβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα- (βλ. λ. τάλας) + -πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ-πενθής].

Greek Monotonic

τᾰλᾰπενθής: -ές (*τλάω, πένθος), υπομονετικός στον πόνο, αυτός που αντέχει στη δυστυχία, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλᾰπενθής: исстрадавшийся, удрученный горем (θυμός Hom.).

Middle Liddell

τᾰλᾰ-πενθής, ές [*τλάω, πένθος
patient in woe, Od.