συνθραύω

From LSJ
Revision as of 17:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθραύω Medium diacritics: συνθραύω Low diacritics: συνθραύω Capitals: ΣΥΝΘΡΑΥΩ
Transliteration A: synthraúō Transliteration B: synthrauō Transliteration C: synthrayo Beta Code: sunqrau/w

English (LSJ)

   A break in pieces, shiver, E.Or.1569, Plu.Arist.18; crumble, ἄρτον Gp.9.23.5:—Pass., X.Ages.2.14, Plb.8.5.11, etc.

Greek (Liddell-Scott)

συνθραύω: συντρίβω, κατασυντρίβω, Εὐρ. Ὀρ. 1569, Πλουτ. Ἀριστείδ. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 989-91. ― Παθ., Ξεν. Ἀγησ. 2, 14, Πολύβ. 8. 7, 11, κλπ.

French (Bailly abrégé)

briser, broyer, fracasser.
Étymologie: σύν, θραύω.

Greek Monolingual

ΜΑ, και συνθλαύω Α
σπάζω, συντρίβω εντελώς
μσν.
(σχετικά με άρτο) τρίβω εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θραύω «σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω»].

Greek Monotonic

συνθραύω: μέλ. -σω, θρυμματίζω, συντρίβω, κομματιάζω, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θραύω geheel verbrijzelen, met acc.

Russian (Dvoretsky)

συνθραύω: разбивать, сокрушать, ломать (κρᾶτα Eur.; τὰ δοράτια Plut.): ἐξ οὗ συνέβαινε συνθραύεσθαι τοὔργανον Polyb. вследствие этого сломалась машина.

Middle Liddell

fut. ώσω
to break in pieces, shiver, Eur.