ἁλίβαπτος

From LSJ
Revision as of 18:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίβαπτος Medium diacritics: ἁλίβαπτος Low diacritics: αλίβαπτος Capitals: ΑΛΙΒΑΠΤΟΣ
Transliteration A: halíbaptos Transliteration B: halibaptos Transliteration C: alivaptos Beta Code: a(li/baptos

English (LSJ)

ον,

   A dipped in sea, drowned therein, Nic.Al.618 [where ᾰλι- metri gr.].    II a purple bird, Alcm.126, Alc.122 (cod. Hsch.ἀλί-).

German (Pape)

[Seite 95] ins Meer getaucht, Nic. Al. 618, der ι lang braucht. Nach VLL. auch purpurn.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίβαπτος: -ον, ὁ βεβαπτισμένος, βεβυθισμένος ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὁ ἐν αὐτῇ πνιγείς, Νικ. Ἀλεξιφ. 618 [[[ἔνθα]] ᾰλῑἐν ἄρσει].

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰλῐ-]
purpúreode cierto tipo de ave, Alcm.166, cf. Nic.Al.605 (var.).

Greek Monolingual

ἁλίβαπτος, -ον (Α)
1. αυτός που βυθίστηκε ή πνίγηκε στη θάλασσα
2. που έχει το χρώμα της θαλασσινής πορφύρας, πορφυρός, κόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + βαπτὸς < βάπτω «βυθίζω, βουτώ»].