τρίφατος
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
[ῐ], η, ον,
A thrice-told, triple, Nic.Th.102.
German (Pape)
[Seite 1149] = Vorigem, Nic. Ther. 102.
Greek (Liddell-Scott)
τρίφᾰτος: [ῐ], ἡ, ον, ὁ τρὶς λεχθείς, τριπλοῦς, δραχμάων τρίφατον δεκάδος καταβάλλεο βρῖθος, «τρίλεκτον, οἷον τριπλῆν δεκάδα, τουτέστι τριάκοντα δραχμάς» Νικ. Θηρ. 102.
Greek Monolingual
-ον, Α
τριπλός («δραχμάων τρίφατον δεκάδος... βρῑθος» — τριάντα δραχμές, Νικ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + φατός (< φημί), πρβλ. ἡμί-φατος].