ἐναφανίζω

From LSJ
Revision as of 16:20, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναφᾰνίζω Medium diacritics: ἐναφανίζω Low diacritics: εναφανίζω Capitals: ΕΝΑΦΑΝΙΖΩ
Transliteration A: enaphanízō Transliteration B: enaphanizō Transliteration C: enafanizo Beta Code: e)nafani/zw

English (LSJ)

   A cause to disappear, hide, τῶν ἡδονῶν τὰς σωματικὰς αἱ πρακτικαὶ τῷ Χαίροντι τῆς ψυχῆς ἐ. Plu.2.1099d:—more freq. in Pass., to be lost in, ἔν τινι Str.1.3.3; τινί Ph.2.118, Longin.17.2, Plu.2.489a, M.Ant.7.10, al.: abs., of the pulse, die away, disappear in, ταῖς ἀντιβάσεσιν Agathin. ap. Gal.8.936.

German (Pape)

[Seite 831] darin verschwinden machen, vertilgen; οὐ παντάπασιν αὐτῇ τὸ φιλάδελφον ἐνηφανίσθη Plut. frat. am. 18; absolut, Aem. Paull. 36; ἔν τινι, Strab. 1, 3, 3.

French (Bailly abrégé)

faire disparaître dans, τινι ou ἔν τινι.
Étymologie: ἐν, ἀφανίζω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 hacer imperceptible, borrar, anular τοῖς βελτίοσιν ἐναφανίζουσα τὰ χείρω borrando las cosas peores con las mejores Plu.Dem.22, cf. 2.1099d, en v. pas. τἀμυδρὰ φέγγη ἐναφανίζεται τῷ ἡλίῳ Longin.17.2, τὸ δ' ὀλίγον θάρσος ἀτολμίας ἐναφανίζεται περιουσίᾳ Ph.2.118, del pulso ταῖς ἀντιβάσεσιν ἐναφανιζόμενον Agathin. en Gal.8.936, (οὐ) αὐτῇ τὸ φιλάδελφον ἐνηφανίσθη Plu.2.489a, cf. Hippol.Haer.1.20.4.
2 echar a perder τὴν ἐμαυτοῦ νεότητα ἐναφανίσας τῇ ματαιοπονίᾳ Basil.Ep.223.2, en v. pas. ἐναφανισθῆναι τῷ πελάγει τῆς ἁμαρτίας Nil.M.79.372C.
II intr., en v. med.
1 resultar imperceptible ἐν γὰρ τοῖς μεγάλοις ἐναφανίζεται τὰ οὕτω μικρά pues en las grandes (dimensiones) resultan imperceptibles tan pequeñas (irregularidades), Str.1.3.3, (νοῦς) μήτε τούτοις ἐναφανιζομένη en las hormigas, Plu.2.968b.
2 disiparse τὸ ἔνυλον ἐναφανίζεται ... τῇ τῶν ὅλων οὐσίᾳ M.Ant.7.10.

Greek Monolingual

ἐναφανίζω (Α)
1. ενεργ. χάνω, αποβάλλωνεότητα ἐναφανίσας ταῇ ματαιοπονίᾳ», Βασίλ.)
2. (συνηθέστ. το μέσ.) εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι μέσα σε κάτι («οὐ παντάπασιν αὐταῇ τὸ φιλάδελφον ἐνηφανίσθη», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐνᾰφανίζω:
1) уничтожать (ἐ. καὶ κατασβεννύναι τι Plut.);
2) pass. пропадать, исчезать (τινι Plut.): τὰ οἰκεῖα τοῖς δημοσίοις ἐναφανισθέντα Plut. личные дела, поглощенные общественными.