βοηδρόμος

From LSJ
Revision as of 14:00, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοηδρόμος Medium diacritics: βοηδρόμος Low diacritics: βοηδρόμος Capitals: ΒΟΗΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: boēdrómos Transliteration B: boēdromos Transliteration C: voidromos Beta Code: bohdro/mos

English (LSJ)

helpful, helping, helper, giving succour, giving succor, running to a cry for aid, one who runs to one's aid, affording ready aid

German (Pape)

[Seite 451] = βοηδρόμιος, Eur. Phoen. 1441 Or. 1290; Damaget. 6 (VII, 231).

Greek (Liddell-Scott)

βοηδρόμος: -ον, (πρβλ. βοηθόος) παρέχων βοήθειαν, βοηθός, ἐπίκουρος, Εὐρ. Φοιν. 1432 · β. ποδὶ ὁ αὐτ. Ὀρ. 1290 · ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλ. 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui accourt à l’aide ; secourable.
Étymologie: βοή, δραμεῖν.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): dór. βοα- AP 7.231 (Damagetus), Zonar.123.25C., Sud.
auxiliador, que corre en ayuda ὁρμήσας ποδὶ βοηδρόμῳ E.Or.1290, ὁ β. ... Ἀρισταγόρας AP l.c., en posición pred. β. πάρειμι E.Ph.1432, μῶν βοηδρόμους ὁρᾷς; E.El.963.

Greek Monolingual

ο
βλ. βοηδρόμιος.

Greek Monotonic

βοηδρόμος: -ον (βοή, δραμεῖν), αυτός που τρέχει για να καλέσει βοήθεια, αυτός που παρέχει αρωγή, που συνδράμει, βοηθός, σε Ευρ.· πρβλ. βοη-θόος.

Russian (Dvoretsky)

βοηδρόμος: дор. βοᾱδρόμος 2 бегущий на помощь (πούς Eur.): ὑστέρα β. πάρειμι Eur. я слишком поздно подоспела с помощью; β. ὑπέρ τινος Anth. спешащий на помощь кому(чему)-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοηδρόμος -ον βοή, δραμεῖν te hulp snellend.

Middle Liddell

[βοή, δραμεῖν
running to a cry for aid, giving succour, a helper, Eur.: cf. βοηθόος.

English (Woodhouse)

helper

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)