τομαῖος

From LSJ
Revision as of 14:32, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τομαῖος Medium diacritics: τομαῖος Low diacritics: τομαίος Capitals: ΤΟΜΑΙΟΣ
Transliteration A: tomaîos Transliteration B: tomaios Transliteration C: tomaios Beta Code: tomai=os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Alc.101 (lyr.): (τομή):—

   A cut, cut off, βόστρυχος, χαίτα (cf. τομή 1), A.Ch.168, E. l. c.    II cut in pieces, ἄκος τ. cut or shredded ready for use, A.Ch.539, Supp. 268.

German (Pape)

[Seite 1127] 3, auch 2 Endgn, 1) schneidend. – 2) pass., abgeschnitten, zerschnitten, χαίτα τομαῖος, Eur. Alc. 101; βόστρυχος, Aesch. Ch. 166; ἄκος τομαῖον πημάτων 532, wie Suppl. 265 ἄκη τομαῖα καὶ λυτήρια, erinnert an τέμνειν φάρμακα, Mittel, die die Wunde schneiden, heilen, od. die abgeschnitten, fertig da sind.

Greek (Liddell-Scott)

τομαῖος: -α, -ον, καὶ ος, ον, (τομή)· ― κεκομμένος, ἀποκεκομμένος, ἀποκοπείς, βόστρυχος, χαίτη (πρβλ. τομὴ Ι), Αἰσχύλ. Χο. 186. Εὐρ. Ἄλκ. 102. ΙΙ. κεκομμένος εἰς τεμάχια, κατατετμημένος, ἄκος τ., κεκομμένον ἢ ἐξεσμένον καὶ ἕτοιμον πρὸς χρῆσιν, Αἰσχύλ. Χο. 539, Ἱκέτ. 268· πρβλ. τέμνειν φάρμακα, ἴδε τέμνω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

α ou poét. ος, ον :
coupé : ἄκος τομαῖον πημάτων ESCHL remède qui supprime la douleur ; sel. d’autres remède tout coupé, càd tout prêt contre la douleur.
Étymologie: τομή.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και -αία
Α
(ποιητ. τ.)
1. κομμένος, αποκομμένος («χαίτη τ' οὔτις τομαῑος», Ευρ.)
2. κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος
3. μτφ. αυτός που κόβει για θεραπευτικούς λόγους, αυτός που θεραπεύει με τομή
4. φρ. «ἄκος τομαῑον» — ιαματικό φυτό κομμένο ή θρυμματισμένο και έτοιμο για χρήση (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τομή + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

τομαῖος: -α, -ον και -ος, -ον (τομή
I. κομμένος, αποκομμένος, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. κομμένος σε τεμάχια, σχισμένος ή κομματιασμένος και έτοιμος για χρήση, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τομαῖος: и
1) отрезанный, остриженный (βόστρυχος Aesch.; χαίτη Eur.);
2) нарезанный, накрошенный, т. е. приготовленный (ἄκος Aesch.).

Middle Liddell

τομαῖος, η, ον τομή
I. cut, cut off, Aesch., Eur.
II. cut in pieces, cut or shredded ready for use, Aesch.

English (Woodhouse)

cut off

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)