ἀνάθεσις
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
εως, ἡ,
A setting up in public, dedicating of gifts in temples, ἀ. σκευῆς, τρίποδος, Lys.21.2 and 4, cf. Ph.1.592 (pl.); εἰς ἀνάθεσιν τοῖς θεοῖς as an offering, OGI214.14 (Branchidae). II putting off, adjournment, Poll.9.137; τοῦ γάμου Ant.Lib.34.1. III laying on, imposition, ἄχθεος Aret.SA2.2.
German (Pape)
[Seite 188] ἡ, 1) das Aufstellen, von Weihgeschenken in Tempeln, ἀνδριάντων, Inscr.; τρίποδος, σκευῆς, Lys. 21, 3. 4; Plut. – 2) das Aufschieben, Verzögern, Herodian. 7, 4 τριῶν ἡμερῶν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάθεσις: -εως, τὸ ἀνατίθεναι ἀφιεροῦν, ἡ ἀφιέρωσις ἀναθημάτων ἐν τοῖς ναοῖς, ἀν. σκευῆς τρίποδος Λυσ. 161. 38., 162. 3, - εἰς ἀνάθεσιν τοῖς θεοῖς, ὡς ἀνάθημα εἰς τοὺς θεούς, Ἐπιγρ. 2852. 14. ΙΙ. ἀναβολή. Πολυδ. 9, 137. ΙΙΙ. τὸ ἐπιτιθέναι, ἐπιβάλλειν, ἄχθεος Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
offrande, consécration.
Étymologie: ἀνατίθημι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [gen. ἀνθέσιος IG 42.102.228 (Epidauro IV a.C.), IE 21.17]
I 1carga o transporte ὕλου IG l.c., IE l.c.
•acción de poner o cargar sobre sí ἄχθεος Aret.SA 2.2.8.
2 acción de levantar o colocar ofrendas en los templos, ofrenda, consagración τοῦ τρίποδος Lys.21.2, τῆς σκευῆς Lys.21.4, τō στεφάνο IG 22.1635.72 (IV a.C.), ποτήρια χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ εἰς ἀνάθεσιν τοῖς θεοῖς Didyma 424.14 (III a.C.), τῶν σημείων D.C.54.8.3, τροπαίων Plu.2.724c, cf. Milet 1(3).148.46 (II a.C.).
3 erección στήλης IPh.1.19.9 (II a.C.), Ph.1.658, ἀνδριάντων Epicur.Sent.[5] 29, cf. SEG 29.1064.7 (Caria III/II a.C.), IPr.25.12 (III a.C.), TAM 3.1.17.7 (Termeso), D.C.37.34.4.
4 colocación de libros en una biblioteca, Eus.HE 2.18.8.
5 montón, pila de libros λαβυρίνθοις ἐοίκασιν ὑμῶν τῶν βιβλίων αἱ ἀ. Tat.Orat.26.
II aplazamiento τοῦ χρόνου Ant.Lib.34.1.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάθεσις: εως ἡ культ. возложение, принесение в дар, посвящение (τρίποδος Lys.; ἀσπίδων εἰς Δελφούς Plut.).