ἐπιξηραίνω

From LSJ
Revision as of 18:10, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιξηραίνω Medium diacritics: ἐπιξηραίνω Low diacritics: επιξηραίνω Capitals: ΕΠΙΞΗΡΑΙΝΩ
Transliteration A: epixēraínō Transliteration B: epixērainō Transliteration C: epiksiraino Beta Code: e)pichrai/nw

English (LSJ)

   A dry on the surface, Hp.Fract.33, Arist.Pr.928a9:— Pass., to be so dried, Hp.Prorrh.2.6; have an interval of dryness, Id.Acut.28: generally, to be dried up, Ruf.Ren.Ves.6.5; to be constipated, Aret.CA1.1.

German (Pape)

[Seite 967] auf der Oberfläche trocknen, Hippocr., Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιξηραίνω: ξηραίνω κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν Ἱππ. π. Ἀγμ. 774. Παθ., ξηραίνομαι κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ὁ αὐτ. 89D, κτλ.· ἔχω διάλειμμα ξηρασίας, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 388. 36. 2) βάλλω τι ἐπάνω εἴς τι νὰ ξηρανθῇ, «ξύλον εἰς ὃ οἱ ἀρτοκόποι τοὺς ἄρτους ἐπιξηραίνουσιν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1038.

Greek Monolingual

ἐπιξηραίνω)
ξηραίνω κάτι στην επιφάνεια
αρχ.
1. ξεραίνομαι κατά διαλείμματα
2. γίνομαι αποξηραντής
3. συμπυκνώνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιξηραίνω: высыхать, сохнуть Arst.