παρακατακλίνω
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
English (LSJ)
[ῑ],
A lay down beside, put to bed with, τινά τινι Aeschin.2.149, Luc.DDeor.6.4, Artem.4.61.
German (Pape)
[Seite 481] (s. κλίνω), daneben, dabei niederlegen; ins Bett zur ehelichen Gemeinschaft, τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκά τινι, Aesch. 2, 149, wie Luc. D. D. 6, 4; Ath. VIII, 351 e u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρακατακλίνω: [ῑ], κατακλίνω τινὰ πλησίον τινός, τινά τινι Αἰσχίν. 48.10, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 4.
French (Bailly abrégé)
faire coucher auprès de ; Pass. se coucher ou être couché auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, κατακλίνω.
Greek Monolingual
Α
βάζω κάποιον να ξαπλώσει δίπλα σε κάποιον («ἀλλ' οὐ Κνωσίωνι τὴν ἑαυτοῦ γυναίκα παρακατακλίνων», Αισχίν.).
Greek Monotonic
παρακατακλίνω: [ι], εναποθέτω παραδίπλα, βάζω κάποιον στο κρεβάτι, τον βάζω για ύπνο με κάτι, τινά τινι, σε Αισχίν., σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
παρακατακλίνω: (ῑ) класть рядом в постель (τινά τινι Aeschin., Luc.).
Middle Liddell
to lay down beside, to put to bed with, τινά τινι Aeschin., Luc.