Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατοκώχιμος

From LSJ
Revision as of 12:15, 6 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοκώχιμος Medium diacritics: κατοκώχιμος Low diacritics: κατοκώχιμος Capitals: ΚΑΤΟΚΩΧΙΜΟΣ
Transliteration A: katokṓchimos Transliteration B: katokōchimos Transliteration C: katokochimos Beta Code: katokw/ximos

English (LSJ)

η, ον,

   A held in possession, held as a pledge, [χωρίον] Is.2.28 (vulg. κατόχιμον) ; τὸ κ. Hsch.    2 capable of being possessed by a feeling or passion, ὑπὸ κινήσεως Arist.Pol.1342a8; ἐκ τῆς ἀρετῆς Id.EN1179b9; τῷ πάθει possessed, Id.HA572a32; inclined, πρός τι Id.Pol.1269b30: abs., frantic, Luc.JTr.30 (vulg. κατόχιμος).

Greek (Liddell-Scott)

κατοκώχιμος: -η, -ον, κατεχόμενος, κρατούμενος ὡς ἐγγύησις, χωρίον Ἰσαῖ. 2. 35 (ἔνθα κοινῶς κατόχιμον)· οὕτω, «τὸ κατοκώχιμον· κατόχιμον. ἐνέχυρον» Ἡσύχ., Μοῖρ. 2) ὃν δύναται νὰ καταλάβῃ αἴσθημά τι ἢ πάθος, ἁλωτός, ὑπὸ κινήσεως Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 4· ἐκ τῆς ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 9, 3· τῷ πάθει ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 12·- ἔχων διάθεσιν, κλίσιν, ἐπιρρεπής, πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 9, 8·- ἀπολ., μανιώδης, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30 (κοινῶς κατόχιμος)·- ἴδε ἐν λέξ. κατοκωχή.

French (Bailly abrégé)

att. c. κατακώχιμος.

Greek Monolingual

κατοκώχιμος, -η, -ον (ΑΜ) κατοκωχή
αυτός που μπορεί να καταληφθεί εύκολα από κάποιο αίσθημα ή πάθος, ευάλωτοςκατοκώχιμος ἐκ τῆς ἀρετῆς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. ο κρατούμενος ως εγγύηση
2. μανιώδης, έξαλλος («κατοκώχιμα πάντα καὶ φρικώδη», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κατοκώχιμος: -η, -ον, ικανός να καταληφθεί, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοκώχιμος -ον [κατοκωχή] in de ban van, ontvankelijk voor, met ὑπό of ἐκ + gen..;: ὑπὸ ταῦτης τῆς κινήσεως κατοκώχιμοι ontvankelijk voor deze laatste gemoedsbeweging Aristot. Pol. 1342a8; κ. ἐκ τῆς ἀρετῆς in de ban van de deugd Aristot EN 1179b9; bezeten van, met πρός + acc.: πρὸς τὴν τῶν γυναικῶν ( ὁμιλίαν ) φαίνονται κατοκώχιμοι zij blijken bezeten te zijn van seks met vrouwen Aristot. Pol. 1269b30.

Russian (Dvoretsky)

κατοκώχιμος:
1) движимый, подвластный (τῷ πάθει, ὑπὸ τῆς κινήσεως Arst.);
2) влекомый, тяготеющий (πρὸς την τῶν γυναικῶν ὁμιλίαν Arst.);
3) Luc. v. l. = κατόχιμος 2.

Middle Liddell

κατοκώχιμος, η, ον [from κατοκωχή
capable of being possessed, Arist.