γεροντοδιδάσκαλος

From LSJ
Revision as of 12:20, 6 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεροντοδῐδάσκᾰλος Medium diacritics: γεροντοδιδάσκαλος Low diacritics: γεροντοδιδάσκαλος Capitals: ΓΕΡΟΝΤΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
Transliteration A: gerontodidáskalos Transliteration B: gerontodidaskalos Transliteration C: gerontodidaskalos Beta Code: gerontodida/skalos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A old man's master, Pl.Euthd.272c.

German (Pape)

[Seite 486] ὁ, Lehrer der Alten, Plat. Euthyd. 272 e.

Greek (Liddell-Scott)

γεροντοδῐδάσκαλος: ὁ, ἡ, διδάσκαλος γέροντος, Πλάτ. Εὐθυδ. 272C.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui enseigne un vieillard.
Étymologie: γέρων, διδάσκαλος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ maestro de ancianos οἱ παῖδες οἱ συμφοιτηταί μοι ἐμοῦ τε καταγελῶσι καὶ τὸν Κόννον καλοῦσι γεροντοδιδάσκαλον Pl.Euthd.272c.

Greek Monolingual

γεροντοδιδάσκαλος, ο (Α)
δάσκαλος ηλικιωμένου ανθρώπου.

Greek Monotonic

γεροντοδῐδάσκαλος: ὁ, ἡ, ο δάσκαλος ενός γέροντα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

γεροντοδιδάσκᾰλος: ὁ учитель стариков Plat.

Middle Liddell

an old man's master, Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεροντοδιδάσκαλος -ου, ὁ γέρων, διδάσκαλος bejaardenleraar.