καταληπτήρ

From LSJ
Revision as of 18:15, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταληπτήρ Medium diacritics: καταληπτήρ Low diacritics: καταληπτήρ Capitals: ΚΑΤΑΛΗΠΤΗΡ
Transliteration A: katalēptḗr Transliteration B: katalēptēr Transliteration C: kataliptir Beta Code: katalhpth/r

English (LSJ)

ῆρος, ο,

   A strap for holding fast, Hsch. s.v. μαχαιροδέτης.    2 clamp, BCH29.468 (Delos).    3 Archit., top course of stylobate, IG22.1682.11; coping laid on ὀρθοστάται, ib.11(2).287A120 (Delos, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1360] ῆρος, ὁ, Riemen zum Anfassen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

καταληπτήρ: -ῆρος, ὁ, ἱμάς, δι’ οὗ δένομέν τι, Ἡσύχ.· ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, λίθοι μεγάλοι ἀποτελοῦντες τὸ ἀνώτατον τοῦ στυλοβάτου μέρος ἐφ' ὧν οἱ στῦλοι ἐγείρονται, Ἐπιγρ. Dittenb.

Greek Monolingual

καταληπτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) καταλαμβάνω
1. ο ιμάντας με τον οποίο δένεται κάτι
2. αρχιτ. μεγάλοι λίθοι που αποτελούν το ανώτατο μέρος του στυλοβάτη πάνω στους οποίους εγείρονται οι κίονες
3. η συναρμογή, ο σύνδεσμος.