κατώρυχος

From LSJ
Revision as of 18:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατώρῠχος Medium diacritics: κατώρυχος Low diacritics: κατώρυχος Capitals: ΚΑΤΩΡΥΧΟΣ
Transliteration A: katṓrychos Transliteration B: katōrychos Transliteration C: katorychos Beta Code: katw/ruxos

English (LSJ)

ὁ, apptly. a nickname, Inscr.Prien.313.720.    II κατώρυχος, ον, = κατῶρυξ 11.1, βελοστάσεις interpol. in Ph.Bel.82.9.

Greek Monolingual

κατώρυχος, -ον (Α)
1. ο κτισμένος μέσα στο έδαφος («οἰκήματα κατώρυχα», Δίων Κάσσ.)
2. αυτός που ζει μέσα στο έδαφος
3. (για αστέρα) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ορίζοντα
4. (το αρσ. ως επωνύμιο) τρωγλοδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος θεματικός τ. τών κατῶρυξ, κατωρυχής.