σκεπτοσύνη
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ἡ, poet. for σκέψις, Timo 59.4, Cerc.9.9.
German (Pape)
[Seite 893] ἡ, poet. statt σκέψις, Tim. Phlias. 23 bei S. Emp. pyrrh. 1, 224.
Greek (Liddell-Scott)
σκεπτοσύνη: ἡ, ποιητ., σκέψεις, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 224.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) σκέψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπτομαι, μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθ. σκεπτός (πρβλ. λεπτοσύνη: λεπτός)].