στράγγευμα
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ατος, τό,
A act of hesitation or delay, dub.cj. in Plu.Alex. 68 for στράτευμα codd. (τραῦμα Reiske).
German (Pape)
[Seite 950] τό, = σταγγεία, zw.
Greek (Liddell-Scott)
στράγγευμα: τό, δισταγμός, ὄκνος ἢ βραδύτης, ἀργοπορία, πιθαν. γραφ. παρὰ Πλουτ. ἐν Ἀλεξ. 58.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
hésitation, lenteur.
Étymologie: στραγγεύομαι.
Greek Monolingual
τὸ, Α στραγγεύω
(αμφβλ. ανάγν.) καθυστέρηση, αναβολή.
Russian (Dvoretsky)
στράγγευμα: ατος τό колебание, медлительность Plut.