χρεωφείλημα

From LSJ
Revision as of 21:10, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρεωφείλημα Medium diacritics: χρεωφείλημα Low diacritics: χρεωφείλημα Capitals: ΧΡΕΩΦΕΙΛΗΜΑ
Transliteration A: chreōpheílēma Transliteration B: chreōpheilēma Transliteration C: chreofeilima Beta Code: xrewfei/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A debt, Poll.8.141.

German (Pape)

[Seite 1372] τό, die Schuld, Poll. 8, 141.

Greek (Liddell-Scott)

χρεωφείλημα: τό, ὀφειλή, χρέος, Πολυδ. Η΄, 141.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α
οφειλή, χρέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος + οφείλημα (< ὀφείλω). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].