ἀστραβηλάτης

From LSJ
Revision as of 21:15, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρᾰβηλάτης Medium diacritics: ἀστραβηλάτης Low diacritics: αστραβηλάτης Capitals: ΑΣΤΡΑΒΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: astrabēlátēs Transliteration B: astrabēlatēs Transliteration C: astravilatis Beta Code: a)strabhla/ths

English (LSJ)

[λᾰ], ου, ὁ,

   A muleteer, Luc.Lex.2, Poll.7.185.

German (Pape)

[Seite 376] ὁ, Maulthierreiter, Luc. Lexiph. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρᾰβηλάτης: -ου, ὁ, ὁ τὴν ἀστράβην ἐλαύνων, τὰ ἀμφὶ τὴν τράμιν μαλακίζομαι ἐπ’ ἀστράβης ὀχηθείς· ὁ γὰρ ἀστραβηλάτης ἐπέσπερχε Λουκ. Ξεξιφ. 2, Πολυδ. Η΄, 185· κατὰ τὸν Εὐστάθ. (1625) «ἀσταβηλάται, οἱ αὐτοὺς (τοὺς ἡμιόνους) ἐλαύνοντες».

Spanish (DGE)

-ου, ὁ mulero, arriero Luc.Lex.2, Poll.7.185, Eust.1625.40.

Greek Monolingual

ἀστραβηλάτης, ο (Α)
ο ημιονηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αστράβη + -ηλάτης < ελαύνω «οδηγώ»].

Russian (Dvoretsky)

ἀστρᾰβηλάτης: ου ὁ погонщик мулов Luc.