διάπτωμα
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ατος, τό,
A stumble, slip, Philem.60; error, Chrysipp.Stoic.2.215, Phld.Herc.1251.5; failure, opp. ἐπίτευγμα, Id.Po.5.21; μεγάλοις δ. περιπίπτειν fall in with great losses, IPE12.32.55 (Olbia), cf. SIG364.62 (Ephesus); loss, deficiency in accounts, PHib.1.52.9 (iii B.C.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
διάπτωμα: τό, πτῶσις, ὀλίσθημα, ἁμάρτημα, Φιλήμ. Παρεισ. 1· μεγάλοις δ. περιπίπτειν, περιπίπτω εἰς μεγάλας ἀπωλείας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α. 55.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
chute, faux pas ; fig. faute.
Étymologie: διαπίπτω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 desliz, falta τί τούτων δ. ἐγένετ' ἢ ἁμάρτημα τί; Philem.63, cf. Plu.2.468a
•error, equivocación Chrysipp.Stoic.2.215, Plb.16.17.8, 12.4a.4, Phld.Elect.5.9, Str.2.5.1, Plu.2.1047d
•fallo op. ἐπίτευγμα Phld.Po.5.24.6
•caída, derribo en la lucha, Philostr.Gym.11.
2 ref. a cuentas y bienes déficit, pérdida de ingresos en metálico o en especie PHib.52.9 (III a.C.), PTeb.844.11 (III a.C.), 894.5.11 (II a.C.), 121.87 (I a.C.), μεγάλοις διαπτώμασι περιπεσεῖται ἡ πόλις IPE 12.32A.55 (Olbia III a.C.), cf. CRIA 167.23 (II a.C.), δ. δὲ τῷ δήμῳ οὐδὲν ἀνήνεγκεν IPE 12.32B.40 (Olbia III/II a.C.), cf. PSI 666.12 (III a.C.), IEphesos 4A.62 (III a.C.).
Greek Monolingual
διάπτωμα, το (Α)
1. ολίσθημα, γλίστρημα
2. σφάλμα, παράπτωμα, πταίσμα.
Russian (Dvoretsky)
διάπτωμα: ατος τό досл. падение, перен. промах, ошибка Polyb., Plut.