εὔβωλος
From LSJ
Full diacritics: εὔβωλος | Medium diacritics: εὔβωλος | Low diacritics: εύβωλος | Capitals: ΕΥΒΩΛΟΣ |
Transliteration A: eúbōlos | Transliteration B: eubōlos | Transliteration C: eyvolos | Beta Code: eu)/bwlos |
ον, (βῶλον)
εὔβωλος: -ον, (βῶλος) εὔφορος (ἴδε εὔπωλος).
εὔβωλος, -ον (Α)
ο εύφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βώλος «χώμα, έδαφος»].