εὐστόμαχος

From LSJ
Revision as of 08:40, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐστόμᾰχος Medium diacritics: εὐστόμαχος Low diacritics: ευστόμαχος Capitals: ΕΥΣΤΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: eustómachos Transliteration B: eustomachos Transliteration C: efstomachos Beta Code: eu)sto/maxos

English (LSJ)

ον,

   A equable, tranquil. Adv. εὐστομάχως, ferre Cic.Att.9.5.2; ἀπορέγχειν AP11.4 (Parmen.).    II good for the stomach, wholesome, Diocl.Fr.125, Dsc.1.117, Sor.1.94, Hices. ap. Ath.15.689c, Gal.6.593: Sup., lemma ad Ath.7.310a.

Greek (Liddell-Scott)

εὐστόμᾰχος: -ον, καλὸς διὰ τὸν στόμαχον, ὑγιεινός, Διόσκ. 1. 171, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. 26F· ἴδε εὐκάρδιος: - Ἐπίρρ. εὐστομάχως, μετὰ καλοῦ στομάχου, «μὲ καλὸ στομάχι», Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 5, 2· εὐστομάχως ἀπορέγχειν Ἀνθ. Π. 11. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bon pour l’estomac, fortifiant.
Étymologie: εὖ, στόμαχος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐστόμαχος, -ον)
ο ωφέλιμος για το στομάχι, ο εύπεπτος («καρπὸν φέρει εὐστόμαχον»)
μσν.
υγιής ως προς το στομάχι, με καλή λειτουργία του στομάχου
αρχ.
ήρεμος, γαλήνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόμαχος.

Greek Monotonic

εὐστόμᾰχος: -ον, αυτός που είναι καλός για το στομάχι, υγιεινός· επίρρ. -χως, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐστόμᾰχος: полезный для желудка, удобоваримый Plut.

Middle Liddell

εὐστόμᾰχος, ον
with good stomach: adv., -χως, Anth.