μίσηθρον

From LSJ
Revision as of 09:16, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσηθρον Medium diacritics: μίσηθρον Low diacritics: μίσηθρον Capitals: ΜΙΣΗΘΡΟΝ
Transliteration A: mísēthron Transliteration B: misēthron Transliteration C: misithron Beta Code: mi/shqron

English (LSJ)

τό,

   A charm for producing hatred (opp. φίλτρον), Luc.DMeretr.4.5.

German (Pape)

[Seite 190] τό, Mittel, Haß gegen Jemand zu erwecken, Luc. D. Mer. 4.

Greek (Liddell-Scott)

μίσηθρον: [ῑ], τό, μαγικόν τι μέσον ἐγεῖρον μῖσος κατά τινος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φίλτρον, ὅπερ ἤγειρεν ἀγάπην, Λουκ. Ἑταιρ. Δ. 4. 5· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 131· - ἴδε μίσητρον.

Spanish

encantamiento para producir odio

Greek Monolingual

μίσηθρον και μίσητρον, τὸ (Α)
μαγικό μέσο το οποίο εγείρει μίσος εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + κατάλ. -θρον/τρον (πρβλ. στέργ-ηθρον)].

Russian (Dvoretsky)

μίσηθρον: (ῑ) τό средство возбуждения ненависти Luc.