μονία

From LSJ
Revision as of 09:39, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονία Medium diacritics: μονία Low diacritics: μονία Capitals: ΜΟΝΙΑ
Transliteration A: monía Transliteration B: monia Transliteration C: monia Beta Code: moni/a

English (LSJ)

(B), Ion. -ιη, ἡ, (μόνος)

   A solitude, celibacy, Max.71.
μονία (A), Ion. -ιη, ἡ, (μένω)

   A changelessness, Emp.27.4.    2 steadfastness, Tyrt.1.15 Diehl; μανία derived from this word or from sq. acc. to Cael.Aur.TP1.145.

German (Pape)

[Seite 202] ἡ, Einsamkeit, einsames Leben, Empedocl. 24, l. d., u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονία: Ἰων. -ίη, ἡ, (μένω) τὸ μένειν, διαμένειν, Ἐμπεδ. 168· ἴδε περιηγὴς 3.

Greek Monolingual

(I)
μονία και ιων. τ. μονίη, ἡ (Α)
κατάσταση ακινησίας ή αταραξίας, σταθερότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα μον- του μένω (πρβλ. μονή), κατ' απόσπαση από τα σύνθ. εμμονίη καταμονίη,].
(II)
μονία, ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. μονίη) μόνος
το να ζει κανείς απομονωμένος, μοναξιά
μσν.
1. εμμονή
2. η ζωή μοναχού, ο μοναστικός βίος
3. κελλί μοναχού
αρχ.
ανεξαρτησία.

Russian (Dvoretsky)

μονία: ион. μονίη ἡ покой, неподвижность, устойчивость Emped.