ἀκόνιον

From LSJ
Revision as of 14:20, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόνιον Medium diacritics: ἀκόνιον Low diacritics: ακόνιον Capitals: ΑΚΟΝΙΟΝ
Transliteration A: akónion Transliteration B: akonion Transliteration C: akonion Beta Code: a)ko/nion

English (LSJ)

τό, in Medicine, specific for eyes, prob. powdered

   A by rubbing on an ἀκόνη, Dsc.1.98.

German (Pape)

[Seite 77] τό, Augenheilmittel, Dioscor.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόνιον: τό, παρ’ ἰατρ. φάρμακόν τι ἀντιπαθὲς ὀφθαλμικῇ νόσῳ, πιθανῶς τριβόμενον ἐπὶ ἀκόνης, Διοσκ. 1. 129.

Spanish (DGE)

τό
polvillopara hacer un colirio para los ojos, Dsc.1.98.2, cf. Hdn.Gr.1.363.

Greek Monolingual

ἀκόνιον, το (AM)
μσν.
το ακόνι
αρχ.
είδος φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποκοριστικό του αρχαίου οοσιαστικού ἀκόνη. Η λ. στον Διοσκορίδη δηλώνει «είδος φαρμάκου για τα μάτια» — η σημασία αυτή είναι πιθανό να οφείλεται στην ομοιότητα του φαρμάκου με τη σκόνη που παράγεται κατά τη χρησιμοποίηση του ακονιού.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακόνι].